υφεκατόλιτρο

υφεκατόλιτρο
το, Ν
το ένα εκατοστό τού λίτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + εκατόλιτρο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφεκατόλιτρον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείον τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”